λωτοφαγία

λωτοφαγία
λωτοφαγία, ἡ (Α) [λωτοφάγος]
1. το να τρέφεται κανείς με λωτούς
2. ως κύριο όν. ἡ Λωτοφαγία
πιθ. ονομασία τής χώρας τών μυθικών Λωτοφάγων, τής χώρας που οι κάτοικοι της τρέφονταν με λωτούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”